μεθόπωρον: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(6_2) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθόπωρον''': [[μετόπωρον]]· «[[μετὰ]] τὴν ὀπώραν. τροπὴ [[μετὰ]] τὸ [[θέρος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''μεθόπωρον''': [[μετόπωρον]]· «[[μετὰ]] τὴν ὀπώραν. τροπὴ [[μετὰ]] τὸ [[θέρος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεθόπωρον]], το (ΑM)<br />το [[φθινόπωρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οπωρον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] και <i>ὁπώρα</i> «[[φθινόπωρο]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = μετόπωρον, Phld.Piet.in Stud.Pal.6.130, Hsch., and codd. of Hp.Aër.6, etc.:—hence μεθοπωρινός, = μετοπ-, Eudox. Ars2.28, al.; μ. πυλαία BCH38.26 (Delph., ii B. C.); ἰσημερία μ. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μεθόπωρον: μετόπωρον· «μετὰ τὴν ὀπώραν. τροπὴ μετὰ τὸ θέρος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεθόπωρον, το (ΑM)
το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -οπωρον (< ὀπώρα και ὁπώρα «φθινόπωρο»)].