μειότης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
(6_10)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειότης''': ἡ, ἐλλάττωσις, μειότητα ἢ ἐπίτασιν θαυμασμοῦ Ἀπολλωνίου περὶ Συνδ. 221, 19.
|lstext='''μειότης''': ἡ, ἐλλάττωσις, μειότητα ἢ ἐπίτασιν θαυμασμοῦ Ἀπολλωνίου περὶ Συνδ. 221, 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειότης]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]]<br /><b>2.</b> [[μειοψηφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείων]], [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ότης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειότης Medium diacritics: μειότης Low diacritics: μειότης Capitals: ΜΕΙΟΤΗΣ
Transliteration A: meiótēs Transliteration B: meiotēs Transliteration C: meiotis Beta Code: meio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A minimizing, A.D.Conj.250.9, 253.16.    II minority, Vett.Val.337.25.

Greek (Liddell-Scott)

μειότης: ἡ, ἐλλάττωσις, μειότητα ἢ ἐπίτασιν θαυμασμοῦ Ἀπολλωνίου περὶ Συνδ. 221, 19.

Greek Monolingual

μειότης, ἡ (Α)
1. μείωση, ελάττωση
2. μειοψηφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείων, κατά τα θηλ. σε -ότης].