μελαμψίθιος: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(6_14)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελαμψίθιος''': ὁ, [[μέλας]] [[ψίθιος]] [[οἶνος]], ὁ μὲν [[μέλας]], καλούμενος δὲ [[μελαμψίθιος]], [[παχύς]] ἐστι καὶ [[πολύτροφος]] Διοσκ. 5, 9.
|lstext='''μελαμψίθιος''': ὁ, [[μέλας]] [[ψίθιος]] [[οἶνος]], ὁ μὲν [[μέλας]], καλούμενος δὲ [[μελαμψίθιος]], [[παχύς]] ἐστι καὶ [[πολύτροφος]] Διοσκ. 5, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελαμψίθιος]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μελαμψίθιος]] [[οἶνος]]» — [[μαύρος]] [[οίνος]] παρασκευασμένος από ένα [[είδος]] αμπέλου, την ψιθία άμπελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ψίθιος]] «[[είδος]] οίνου»].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμψίθιος Medium diacritics: μελαμψίθιος Low diacritics: μελαμψίθιος Capitals: ΜΕΛΑΜΨΙΘΙΟΣ
Transliteration A: melampsíthios Transliteration B: melampsithios Transliteration C: melampsithios Beta Code: melamyi/qios

English (LSJ)

[ῐθ] (sc. οἶνος), ὁ,

   A wine made from black ψίθιος, Dsc.5.6, Orib.Fr.64.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμψίθιος: ὁ, μέλας ψίθιος οἶνος, ὁ μὲν μέλας, καλούμενος δὲ μελαμψίθιος, παχύς ἐστι καὶ πολύτροφος Διοσκ. 5, 9.

Greek Monolingual

μελαμψίθιος, ὁ (Α)
φρ. «μελαμψίθιος οἶνος» — μαύρος οίνος παρασκευασμένος από ένα είδος αμπέλου, την ψιθία άμπελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ψίθιος «είδος οίνου»].