μειωτός: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_11)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,
|lstext='''μειωτός''': -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,
}}
{{grml
|mltxt=[[μειωτός]], -ή, -όν (Α) [[μειώ]]<br />αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται [[μείωση]].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειωτός Medium diacritics: μειωτός Low diacritics: μειωτός Capitals: ΜΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: meiōtós Transliteration B: meiōtos Transliteration C: meiotos Beta Code: meiwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of diminution, Herm. ap. Stob.1.10.15.

German (Pape)

[Seite 117] verkleinernd, zu verkleinern, der Verkleinerung fähig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μειωτός: -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,

Greek Monolingual

μειωτός, -ή, -όν (Α) μειώ
αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται μείωση.