ματαιογέρων: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_15)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ματαιογέρων''': ὁ, ματαιολογῶν [[γέρων]], [[μωρολόγος]], μεταγεν.
|lstext='''ματαιογέρων''': ὁ, ματαιολογῶν [[γέρων]], [[μωρολόγος]], μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ματαιογέρων]], -οντος ὁ (Α)<br />ο [[γέρος]] που λέει ανοησίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-[[γέρων]])].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ματαιογέρων: ὁ, ματαιολογῶν γέρων, μωρολόγος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ματαιογέρων, -οντος ὁ (Α)
ο γέρος που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + γέρων (πρβλ. δημο-γέρων)].