μελανόχλωρος: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6_17) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελᾰνόχλωρος''': -ον, μαυροκίτρινος, Πρόκλ. Παράφρασ. Πτολ. σελ. 204. | |lstext='''μελᾰνόχλωρος''': -ον, μαυροκίτρινος, Πρόκλ. Παράφρασ. Πτολ. σελ. 204. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελανόχλωρος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b>[[μελάγχλωρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = μελάγχλωρος, Procl.Par.Ptol.204.
German (Pape)
[Seite 120] schwärzlich blaß, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόχλωρος: -ον, μαυροκίτρινος, Πρόκλ. Παράφρασ. Πτολ. σελ. 204.
Greek Monolingual
μελανόχλωρος, -ον (Α)
βλ.μελάγχλωρος.