μελισσοπόνος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_16) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελισσοπόνος''': -ον, = [[μελισσοκόμος]], Ἀνθ. Π. 6. 239. | |lstext='''μελισσοπόνος''': -ον, = [[μελισσοκόμος]], Ἀνθ. Π. 6. 239. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μελισσοπόνος]], -ον (Α)<br />[[μελισσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> [[πόνος]] «[[μόχθος]], [[κόπος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ματαιο</i>-[[πόνος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = μελισσοκόμος, AP6.239 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 124] = μελισσοκόμος, Apollnds. 6 (VI, 239).
Greek (Liddell-Scott)
μελισσοπόνος: -ον, = μελισσοκόμος, Ἀνθ. Π. 6. 239.
Greek Monolingual
μελισσοπόνος, -ον (Α)
μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιο-πόνος)].