μελίλωτος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοίtell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source
(Bailly1_3)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />mélilot, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[λωτός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, και [[μελίλωτο]], το (Α [[μελίλωτον]] και [[μελίλωτος]]) [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] [[φαβίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] δέντρου («καὶ [[δένδρον]] δὲ ἐστι [[μελίλωτον]] καλούμενον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[λωτός]]. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] [[είναι]] μελιτοφόρο].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mélilot, plante.
Étymologie: μέλι, λωτός.

Greek Monolingual

ο, και μελίλωτο, το (Α μελίλωτον και μελίλωτος) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια φαβίδες
αρχ.
είδος δέντρου («καὶ δένδρον δὲ ἐστι μελίλωτον καλούμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + λωτός. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή είναι μελιτοφόρο].