μελίλωτος

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mélilot, plante.
Étymologie: μέλι, λωτός.

Greek Monolingual

ο, και μελίλωτο, το (Α μελίλωτον και μελίλωτος) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια φαβίδες
αρχ.
είδος δέντρου («καὶ δένδρον δὲ ἐστι μελίλωτον καλούμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + λωτός. Το φυτό ονομάστηκε έτσι επειδή είναι μελιτοφόρο].