μεσῆλιξ: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(6_12) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, [[Πολυδ]]. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]». | |lstext='''μεσῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, [[μεσόκοπος]], Ἀρτεμίδ. 1. 91, [[Πολυδ]]. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεσῆλιξ]]· ἀπὸ ἐτῶν [[τεσσαράκοντα]] ἕως [[πεντήκοντα]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεσῆλιξ]], -ικος, ὁ και ἡ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[μεσήλικος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, ἡ,
A middle-aged, Artem.1.31, Poll.2.12, Gp.1.12.16, Hsch.
German (Pape)
[Seite 137] ικος, von mittlerem Alter, Artemid. 1, 31; Poll. 2, 12; s. auch μεσοῆλιξ.
Greek (Liddell-Scott)
μεσῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ μέσην ἔχων ἡλικίαν, μεσόκοπος, Ἀρτεμίδ. 1. 91, Πολυδ. Β΄, 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεσῆλιξ· ἀπὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα ἕως πεντήκοντα».