μιξοφρύγιος: Difference between revisions
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à moitié phrygien.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[Φρυγία]]. | |btext=ος, ον :<br />à moitié phrygien.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[Φρυγία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιξοφρύγιος]] και μειξοφρύγιος, -ον (Α)<br />(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]]/ [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[φρύγιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Φρυγία</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A half-Phrygian, of dialect, Xanth.8; πολίχναι Str.13.4.13.
German (Pape)
[Seite 189] gemischt-, halb phrygisch, Strab. XII, 572.
Greek (Liddell-Scott)
μιξοφρύγιος: [ῠ], -ον κατὰ τὸ ἥμισυ Φρύγιος, ἐπὶ τῆς φρυγικῆς διαλέκτου, ἴδε μιξολύδιος. - Ἐπὶ ἁρμονίας, μιξοφρύγιος ἁρμονία Κλήμ. Ἀλ. Ι, 789Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié phrygien.
Étymologie: μίγνυμι, Φρυγία.
Greek Monolingual
μιξοφρύγιος και μειξοφρύγιος, -ον (Α)
(για διάλεκτο) αυτή που περιέχει φρυγικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι/ μείγνυμι + φρύγιος (< Φρυγία)].