μολούω: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_19) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μολούω''': ὅρα [[μολεύω]]. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολούειν· «ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας». | |lstext='''μολούω''': ὅρα [[μολεύω]]. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολούειν· «ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μολούω]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μολούειν<br />ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του [[μολεύω]] (ΙΙ), πιθ. κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το [[κολούω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
inf. -ειν· ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας, Hsch.; cf. μολεύω.
German (Pape)
[Seite 200] = μολεύω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μολούω: ὅρα μολεύω. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολούειν· «ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».
Greek Monolingual
μολούω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μολούειν
ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του μολεύω (ΙΙ), πιθ. κατ' αναλογία προς το κολούω.