μηλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_2)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηλώδης''': [[ὅμοιος]] μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.
|lstext='''μηλώδης''': [[ὅμοιος]] μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηλώδης]], -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]<br />αυτός που μοιάζει με [[μήλο]], [[μηλοειδής]], [[κιτρινωπός]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλώδης Medium diacritics: μηλώδης Low diacritics: μηλώδης Capitals: ΜΗΛΩΔΗΣ
Transliteration A: mēlṓdēs Transliteration B: mēlōdēs Transliteration C: milodis Beta Code: mhlw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = μήλινος 11.2, Gal.Nat.Fac.3.7, cf. An.Ox.1.280, EM584.13.

German (Pape)

[Seite 173] ες, = μηλοειδής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλώδης: ὅμοιος μήλῳ, Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 280, 2· τοῦ μήλου μηλωδεστέρου Γαλην. τ. 5, σ. 62.

Greek Monolingual

μηλώδης, -ῶδες (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
αυτός που μοιάζει με μήλο, μηλοειδής, κιτρινωπός.