μιξοπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est à moitié une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[παρθένος]].
|btext=ος, ον :<br />qui est à moitié une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[παρθένος]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[μειξοπάρθενος]], -η, -ο (Α [[μιξοπάρθενος]] και [[μειξοπάρθενος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξοπάρθενη</i><br />η [[μιξοπαρθένα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για την [[έχιδνα]] και για τη [[Σφίγγα]]) αυτή που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ [[παρθένος]] ή που έχει τη [[μορφή]] παρθένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψευδο</i>-<i>πάρθενος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοπάρθενος Medium diacritics: μιξοπάρθενος Low diacritics: μιξοπάρθενος Capitals: ΜΙΞΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: mixopárthenos Transliteration B: mixoparthenos Transliteration C: miksoparthenos Beta Code: micopa/rqenos

English (LSJ)

ον,

   A half-maiden, of Echidna, Hdt.4.9; of the Sphinx, E.Ph.1023.

German (Pape)

[Seite 189] halb Jungfrau, mit Jungfrauengestalt gemischt; von der Sphinx, Eur. Phoen. 1030; Her. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοπάρθενος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ παρθένος, ἐπὶ τῆς Ἐχίδνης, Ἡρόδ. 4. 9· ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ. Φοίν. 1023.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à moitié une jeune fille.
Étymologie: μίγνυμι, παρθένος.

Greek Monolingual

και μειξοπάρθενος, -η, -ο (Α μιξοπάρθενος και μειξοπάρθενος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μ(ε)ιξοπάρθενη
η μιξοπαρθένα
αρχ.
(για την έχιδνα και για τη Σφίγγα) αυτή που είναι κατά το ήμισυ παρθένος ή που έχει τη μορφή παρθένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + παρθένος (πρβλ. ψευδο-πάρθενος)].