μογγός: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μογγός''': -όν, ὁ ἔχων φωνὴν βραχνὴν καὶ ἀσθενῆ, ἔστω δὲ τῇ φωνῇ μὴ [[μογγός]], ἀλλὰ λαμπρὸς Ἱππιατρ. | |lstext='''μογγός''': -όν, ὁ ἔχων φωνὴν βραχνὴν καὶ ἀσθενῆ, ἔστω δὲ τῇ φωνῇ μὴ [[μογγός]], ἀλλὰ λαμπρὸς Ἱππιατρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μογγός]], -όν (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> <i>μουυγός</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' [[αποκοπή]] από το σύνθ. [[μογγιλάλος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A with a hoarse, hollow voice, PLond.3.653.16 (iv A. D.), Hippiatr.14: Comp., μογγοτέρα φωνή Paul.Aeg.3.24.
German (Pape)
[Seite 196] όν, mit heiserer, dumpfer Stimme, Hippiatr., im Ggstz von λαμπρὸς τῇ φωνῇ.
Greek (Liddell-Scott)
μογγός: -όν, ὁ ἔχων φωνὴν βραχνὴν καὶ ἀσθενῆ, ἔστω δὲ τῇ φωνῇ μὴ μογγός, ἀλλὰ λαμπρὸς Ἱππιατρ.
Greek Monolingual
μογγός, -όν (ΑΜ)
βλ. μουυγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει πιθ. κατ' αποκοπή από το σύνθ. μογγιλάλος].