μισοΐδιος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_18) |
(25) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226. | |lstext='''μῑσοΐδιος''': -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους [[ἑαυτοῦ]] συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισοΐδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἴδιοι</i> «συγγενείς»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐδ], ον,
A hating one's own family, Ptol.Tetr.161, Vett.Val.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοΐδιος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ἰδίους ἑαυτοῦ συγγενεῖς, τοὺς οἰκείους, Πρόκ. παράφρ. Πτολ. σ. 226.
Greek Monolingual
μισοΐδιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἴδιοι «συγγενείς»].