μίξοδος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(a)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] ἡ, = Vorigem, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0189.png Seite 189]] ἡ, = Vorigem, Hesych.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μίξοδος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> οπή στα ύφαλα του πλοίου από την οποία ρουφούν [[νερό]] οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν [[νερό]] για το [[πλύσιμο]] του καταστρώματος<br /><b>2.</b> οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη [[άντληση]] του νερού το οποίο εισρέει στο [[κύτος]] [[καθώς]] και οι οπές τών δεξαμενών για τη [[διαφυγή]] αερίων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μιξοδία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 189] ἡ, = Vorigem, Hesych.

Greek Monolingual

η (Α μίξοδος)
νεοελλ.
ναυτ.
1. οπή στα ύφαλα του πλοίου από την οποία ρουφούν νερό οι αντλίες που ψύχουν τις μηχανές ή παρέχουν νερό για το πλύσιμο του καταστρώματος
2. οι οπές που υπάρχουν στις βάσεις τών νομέων για την καλύτερη άντληση του νερού το οποίο εισρέει στο κύτος καθώς και οι οπές τών δεξαμενών για τη διαφυγή αερίων
αρχ.
η μιξοδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ὀδός.