μιλτοπάρηος: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
(25) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=miltopa/rhos | |Beta Code=miltopa/rhos | ||
|Definition=ον, (παρειά) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">red-cheeked</b>, epith. of ships, which had their bows painted red, <span class="bibl">Il.2.637</span>, <span class="bibl">Od.9.125</span>: Com., <b class="b3">τρίγλη μ</b>. Machoap.<span class="bibl">Ath.3.135b</span>; also of a stone, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>615</span>; of plains, <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>3.509</span>.</span> | |Definition=ον, (παρειά) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">red-cheeked</b>, epith. of ships, which had their bows painted red, <span class="bibl">Il.2.637</span>, <span class="bibl">Od.9.125</span>: Com., <b class="b3">τρίγλη μ</b>. Machoap.<span class="bibl">Ath.3.135b</span>; also of a stone, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>615</span>; of plains, <span class="bibl">Opp. <span class="title">C.</span>3.509</span>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιλτοπάρηος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που [[είναι]] [[βαμμένος]] και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα [[νῆες]] ἕποντο [[δυώδεκα]] μιλτοπάρῃοι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το κόκκινο [[χρώμα]] της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρῃος</i>(<span style="color: red;"><</span> <i>παρειαί</i> «μάγουλα»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλο</i>-<i>πάρηος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρῃος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (παρειά)
A red-cheeked, epith. of ships, which had their bows painted red, Il.2.637, Od.9.125: Com., τρίγλη μ. Machoap.Ath.3.135b; also of a stone, Orph.L.615; of plains, Opp. C.3.509.
Greek Monolingual
μιλτοπάρηος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ερυθρές παρειές, κόκκινα μάγουλα
2. (για πλοίο) αυτός που είναι βαμμένος και στις δύο πλευρές της πρύμνης και της πρώρας με μίλτο («τῷ δ' ἅμα νῆες ἕποντο δυώδεκα μιλτοπάρῃοι», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα της μίλτου («ξανθοί δ' αὖθ' ἕτεροι ἐπὶ πεδίων μιλτοπαρῄων», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + -πάρῃος(< παρειαί «μάγουλα»), πρβλ. καλλο-πάρηος, χαλκο-πάρῃος].