μίνθη: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />menthe, <i>plante aromatique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue de substrat. | |btext=ης (ἡ) :<br />menthe, <i>plante aromatique</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue de substrat. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μίνθη]] και [[μίνθα]] και [[μίνθος]])<br />η [[μέντα]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. από [[γλώσσα]] του προελληνικού υποστρώματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλαμίνθη]] και λατ. <i>menta</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών [[φυτών]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.
Greek Monolingual
η (Α μίνθη και μίνθα και μίνθος)
η μέντα («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από γλώσσα του προελληνικού υποστρώματος (πρβλ. καλαμίνθη και λατ. menta). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών φυτών].