ναρκίσσινος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(eksahir)
(26)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[del narciso]]
|esgtx=[[del narciso]]
}}
{{grml
|mltxt=-ινη, -ο (Α [[ναρκίσσινος]] -ίνη, -ον) [[νάρκισσος]]<br />αυτός που προέρχεται ή [[είναι]] φτειαγμένος από το [[φυτό]] [[νάρκισσος]] («ναρκίσσινον [[ἔλαιον]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ναρκίσσου («[[στολή]] ναρκισσίνη», πάπ.).
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρκίσσῐνος Medium diacritics: ναρκίσσινος Low diacritics: ναρκίσσινος Capitals: ΝΑΡΚΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: narkíssinos Transliteration B: narkissinos Transliteration C: narkissinos Beta Code: narki/ssinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of narcissus, Cratin.344, Dsc.1.53.    II of the colour of νάρκισσος, PRyl.154.8 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 229] von Narkissos, ἔλαιον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ ναρκίσσου πεποιημένος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 19, Διοσκ. 1, 63.

Spanish

del narciso

Greek Monolingual

-ινη, -ο (Α ναρκίσσινος -ίνη, -ον) νάρκισσος
αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.).