ξενόχροος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(6_17)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόχροος''': -ον, ὁ ἔχων ξένην χροιάν, Νικήτ. Ἀλεξ. 1, 7, σ. 307D.
|lstext='''ξενόχροος''': -ον, ὁ ἔχων ξένην χροιάν, Νικήτ. Ἀλεξ. 1, 7, σ. 307D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενόχροος]], -οον (Μ)<br />αυτός που έχει παράξενο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χροος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χροῦς</i>, [[χροός]] «[[χρώμα]]»), <i>απαλό</i>-<i>χροος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενόχροος: -ον, ὁ ἔχων ξένην χροιάν, Νικήτ. Ἀλεξ. 1, 7, σ. 307D.

Greek Monolingual

ξενόχροος, -οον (Μ)
αυτός που έχει παράξενο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -χροος (< χροῦς, χροός «χρώμα»), απαλό-χροος].