νομάζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6_5)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομάζω''': βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950˙ - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.
|lstext='''νομάζω''': βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950˙ - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.
}}
{{grml
|mltxt=[[νομάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για ποιμένες) [[βγάζω]] τα πρόβατα για [[βοσκή]], [[βόσκω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>νομάζομαι</i><br />(για ποίμνια) [[βόσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νομός]] / [[νομή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομάζω Medium diacritics: νομάζω Low diacritics: νομάζω Capitals: ΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: nomázō Transliteration B: nomazō Transliteration C: nomazo Beta Code: noma/zw

English (LSJ)

   A graze, Nic.Th.950:—Med., Id.Al.345.

Greek (Liddell-Scott)

νομάζω: βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950˙ - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.

Greek Monolingual

νομάζω (Α)
1. (για ποιμένες) βγάζω τα πρόβατα για βοσκή, βόσκω
2. μέσ. νομάζομαι
(για ποίμνια) βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -άζω].