νικάδιον: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(6_22)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νικάδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[νίκη]], [[ἀγαλμάτιον]] Νίκης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4558.
|lstext='''νικάδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[νίκη]], [[ἀγαλμάτιον]] Νίκης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4558.
}}
{{grml
|mltxt=[[νικάδιον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[άγαλμα]] της θεάς Νίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νικάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκάδιον Medium diacritics: νικάδιον Low diacritics: νικάδιον Capitals: ΝΙΚΑΔΙΟΝ
Transliteration A: nikádion Transliteration B: nikadion Transliteration C: nikadion Beta Code: nika/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of νίκη,

   A small figure of Victory (spelt νεικ-), CIG4558 (Acre), OGI426.5 (Haurân, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νικάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ νίκη, ἀγαλμάτιον Νίκης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4558.

Greek Monolingual

νικάδιον, τὸ (Α)
μικρό άγαλμα της θεάς Νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικάς, -άδος + υποκορ. κατάλ. -ιον].