ξενήκουστος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_16)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενήκουστος''': -ον, [[ξένος]] εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ [[συνήθης]], [[παράδοξος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.
|lstext='''ξενήκουστος''': -ον, [[ξένος]] εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ [[συνήθης]], [[παράδοξος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ [[ξενάκουστος]], -ον)<br />αυτός που ακούγεται παράξενα, [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀκουστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]). Το -<i>η</i>- του τ. <i>ξενήκουοτος</i> οφείλεται σε [[έκταση]] εν συνθέσει, <b>πρβλ.</b> <i>ανάκουοτος</i> / [[ανήκουστος]]].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενήκουστος Medium diacritics: ξενήκουστος Low diacritics: ξενήκουστος Capitals: ΞΕΝΗΚΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: xenḗkoustos Transliteration B: xenēkoustos Transliteration C: ksenikoustos Beta Code: cenh/koustos

English (LSJ)

ον,

   A foreign, of words, Hdn.Epim.3.

Greek (Liddell-Scott)

ξενήκουστος: -ον, ξένος εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ συνήθης, παράδοξος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.

Greek Monolingual

ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ ξενάκουστος, -ον)
αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το -η- του τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος].