μυλόεις: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(6_8)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠλόεις''': εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.
|lstext='''μῠλόεις''': εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από [[μυλόπετρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πυργ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλόεις Medium diacritics: μυλόεις Low diacritics: μυλόεις Capitals: ΜΥΛΟΕΙΣ
Transliteration A: mylóeis Transliteration B: myloeis Transliteration C: myloeis Beta Code: mulo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A made of a millstone, στέρνον θυείης Nic.Th.91; μ. λίθος Nonn.D.5.45.

German (Pape)

[Seite 217] εσσα, εν, = Vorigem; Nic. Ther. 91 στέρνῳ μυλόεντι θυείης, aus einem Mühlsteine gemacht; auch λίθος, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Νικ. Θ. 91.

Greek Monolingual

μυλόεις, -εσσα, -εν (Α)
κατασκευασμένος από μυλίτη λίθο, από μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -όεις (πρβλ. πυργ-όεις)].