μυροποιός: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(6_18) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠροποιός''': -όν, ὁ παρασκευάζων μεμυρωμένα ἔλαια, [[μυρεψός]], Ἀνακρ. 28. | |lstext='''μῠροποιός''': -όν, ὁ παρασκευάζων μεμυρωμένα ἔλαια, [[μυρεψός]], Ἀνακρ. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μυροποιός]])<br />αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο [[αρωματοποιός]], ο [[μυρεψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Anacr.30, Parmen. ap. Ath. 13.608a, Phld.Mus.p.86 K.
German (Pape)
[Seite 221] wohlriechende Oele, Salben bereitend; Ath. XIII, 608 a; Anacr. bei Poll. 7, 177.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων μεμυρωμένα ἔλαια, μυρεψός, Ἀνακρ. 28.
Greek Monolingual
ο (Α μυροποιός)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός, ο μυρεψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -ποιός].