μυροποιός

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροποιός Medium diacritics: μυροποιός Low diacritics: μυροποιός Capitals: ΜΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: myropoiós Transliteration B: myropoios Transliteration C: myropoios Beta Code: muropoio/s

English (LSJ)

ὁ, = μυροποιητής (perfumer), Anacr. 30, Parmen. ap. Ath. 13.608a, Phld. Mus. p. 86 K.

German (Pape)

[Seite 221] wohlriechende Oele, Salben bereitend; Ath. XIII, 608 a; Anacr. bei Poll. 7, 177.

Russian (Dvoretsky)

μῠροποιός:приготовляющий благовония Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων μεμυρωμένα ἔλαια, μυρεψός, Ἀνακρ. 28.

Greek Monolingual

ο (Α μυροποιός)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός, ο μυρεψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -ποιός].