μύσκος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_15)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ μῦς, ἀντὶ μυΐσκος, Ἀρκάδ. 50. 15.
|lstext='''μύσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ μῦς, ἀντὶ μυΐσκος, Ἀρκάδ. 50. 15.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύσκος]], ὁ (Α)<br />(υποκορ. του <i>μῡς</i>) [[μυΐσκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυίσκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i> «[[ποντικός]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[μύσκος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μύσκος]]<br />[[μίασμα]], [[κῆδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύσος]] «[[ακαθαρσία]], [[μίασμα]]» με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>κος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 222] = μυΐσκος, Arcad. 50, 15, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

μύσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μῦς, ἀντὶ μυΐσκος, Ἀρκάδ. 50. 15.

Greek Monolingual

(I)
μύσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του μῡς) μυΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυίσκος < μῦς «ποντικός»].———————— (II)
μύσκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύσκος
μίασμα, κῆδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «ακαθαρσία, μίασμα» με εκφραστικό επίθημα -κος].