νεοαύξητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_16) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοαύξητος''': -ον, = [[νεαύξητος]], Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.· νεοαυξής, ές, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεοθρότοις]]. | |lstext='''νεοαύξητος''': -ον, = [[νεαύξητος]], Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.· νεοαυξής, ές, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[νεοθρότοις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοαύξητος]], -ον (Α)<br />αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αύξητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐξάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δυσ</i>-<i>αύξητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 241] neuerdings, neu vermehrt, Apoll. L. H.
Greek (Liddell-Scott)
νεοαύξητος: -ον, = νεαύξητος, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.· νεοαυξής, ές, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθρότοις.
Greek Monolingual
νεοαύξητος, -ον (Α)
αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αύξητος (< αὐξάνω), πρβλ. δυσ-αύξητος].