Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεωποίης: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
(6_19)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωποίης''': -ου, ὁ, ἄρχων τις ἐν Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, [[ὅστις]] [[πολλάκις]] εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν, Λατ. aedilis, (πρβλ. [[νεωκόρος]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 1., 2671. 25., 2749, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[νεωποιός]], 2824, 17, 2848. καὶ νεοποιός, 2785, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] νεωποιέω ὑπηρετῶ ὡς [[νεωποιός]], 2930, 2956, 2985, κτλ., πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 11.
|lstext='''νεωποίης''': -ου, ὁ, ἄρχων τις ἐν Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, [[ὅστις]] [[πολλάκις]] εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν, Λατ. aedilis, (πρβλ. [[νεωκόρος]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 1., 2671. 25., 2749, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[νεωποιός]], 2824, 17, 2848. καὶ νεοποιός, 2785, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] νεωποιέω ὑπηρετῶ ὡς [[νεωποιός]], 2930, 2956, 2985, κτλ., πρβλ. [[Πολυδ]]. Α΄, 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεωποίης]] και νεωπόης και [[νεοποίης]] και δωρ. τ. [[ναποίας]] και [[ναπόας]], ὁ (Α)<br />[[υπάλληλος]] στις μικρασιατικές πόλεις ο [[οποίος]] είχε την [[επιμέλεια]] τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[νεωποιός]] (<b>πρβλ.</b> τα συνθ. σε -<i>αρχος</i> / -<i>άρχης</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωποίης Medium diacritics: νεωποίης Low diacritics: νεωποίης Capitals: ΝΕΩΠΟΙΗΣ
Transliteration A: neōpoíēs Transliteration B: neōpoiēs Transliteration C: neopoiis Beta Code: newpoi/hs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A official in charge of the temple-fabric, οἱ ν. τῶν θεῶν SIG46.6 (Halic., v B.C.), cf. 353.1 (Ephesus, iv B.C.), etc.:— also νεω-πόης, Inscr.Prien.195.4 (iii/ii B.C.), 174.31 (ii B.C.); νεοποίης, Supp.Epigr.1.395 (Samos, i A.D.), Ephes.2 No.83: Dor. νᾱποίας SIG 1023.33, al. (Cos); νᾱπόας IGRom.4.1097, 1098, SIG793 (ibid., i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

νεωποίης: -ου, ὁ, ἄρχων τις ἐν Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ὅστις πολλάκις εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῶν ἱερῶν οἰκοδομῶν, Λατ. aedilis, (πρβλ. νεωκόρος), Συλλ. Ἐπιγρ. 2656. 1., 2671. 25., 2749, κτλ.· ὡσαύτως νεωποιός, 2824, 17, 2848. καὶ νεοποιός, 2785, κτλ.· ― ἐντεῦθεν νεωποιέω ὑπηρετῶ ὡς νεωποιός, 2930, 2956, 2985, κτλ., πρβλ. Πολυδ. Α΄, 11.

Greek Monolingual

νεωποίης και νεωπόης και νεοποίης και δωρ. τ. ναποίας και ναπόας, ὁ (Α)
υπάλληλος στις μικρασιατικές πόλεις ο οποίος είχε την επιμέλεια τών ιερών οικοδομημάτων («οἱ νεωποῑαι τών θεών», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του νεωποιός (πρβλ. τα συνθ. σε -αρχος / -άρχης)].