νυκτεργασία: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_9)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτεργασία''': ἡ, [[ἔργον]] ἐν καιρῷ νυκτός, «νυχτέρι», Νικήτ. Χρ. 218Β.
|lstext='''νυκτεργασία''': ἡ, [[ἔργον]] ἐν καιρῷ νυκτός, «νυχτέρι», Νικήτ. Χρ. 218Β.
}}
{{grml
|mltxt=η (Μ νυκτεργασια)<br />[[εργασία]] που γίνεται [[κατά]] την [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυχτέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐργασία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεργασία: ἡ, ἔργον ἐν καιρῷ νυκτός, «νυχτέρι», Νικήτ. Χρ. 218Β.

Greek Monolingual

η (Μ νυκτεργασια)
εργασία που γίνεται κατά την διάρκεια της νύχτας, νυχτέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐργασία.