νυκτεργασία

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεργασία: ἡ, ἔργον ἐν καιρῷ νυκτός, «νυχτέρι», Νικήτ. Χρ. 218Β.

Greek Monolingual

η (Μ νυκτεργασια)
εργασία που γίνεται κατά την διάρκεια της νύχτας, νυχτέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐργασία.