ὀκταμερής: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτᾰμερής''': -ές, ὁ ἐξ ὀκτὼ μερῶν ἀποτελούμενος, Διογ. Λ. 7. 110. | |lstext='''ὀκτᾰμερής''': -ές, ὁ ἐξ ὀκτὼ μερῶν ἀποτελούμενος, Διογ. Λ. 7. 110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀκταμερής]], -ές (Α)<br />αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξα</i>-<i>μερής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of or in eight parts, D.L.7.110.
German (Pape)
[Seite 317] ές, achttheilig, aus acht Theilen bestehend, D. L. 7, 110.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτᾰμερής: -ές, ὁ ἐξ ὀκτὼ μερῶν ἀποτελούμενος, Διογ. Λ. 7. 110.
Greek Monolingual
ὀκταμερής, -ές (Α)
αυτός που αποτελείται από οκτώ μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μερής (< μέρος), πρβλ. εξα-μερής].