πλατυκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν κεφαλήν, Ἀρχ. Μαθ. 17. | |lstext='''πλᾰτῠκέφᾰλος''': -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν κεφαλήν, Ἀρχ. Μαθ. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πλατυκέφαλος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατύ [[κεφάλι]], ο [[πλατσουκοκέφαλος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ιοβόλου ζώου ή ερπετού<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[πλατυκεφαλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A flat-headed, Apollod.Poliorc.146.7, al., Olymp. Hist.p.459 D. II a venomous beast or reptile, Philum.Ven. 32.2.
German (Pape)
[Seite 627] breitköpfig, Phot. bibl.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτῠκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν κεφαλήν, Ἀρχ. Μαθ. 17.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατυκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πλατύ κεφάλι, ο πλατσουκοκέφαλος
2. είδος ιοβόλου ζώου ή ερπετού
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από πλατυκεφαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + -κέφαλος (< κεφαλή)].