ποδηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_19)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδηγέτης''': -ου, ὁ, ὡς τὸ [[ποδηγός]], [[ὁδηγός]], Λυκόφρ. 385.
|lstext='''ποδηγέτης''': -ου, ὁ, ὡς τὸ [[ποδηγός]], [[ὁδηγός]], Λυκόφρ. 385.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>αρχ</i>-[[ηγέτης]], <i>ιππ</i>-[[ηγέτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδηγέτης Medium diacritics: ποδηγέτης Low diacritics: ποδηγέτης Capitals: ΠΟΔΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: podēgétēs Transliteration B: podēgetēs Transliteration C: podigetis Beta Code: podhge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A leader, guide, Lyc.385, D.C.40.25(pl.).

German (Pape)

[Seite 643] ὁ, wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer, Sp., wie D. Cass. 40, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ποδηγέτης: -ου, ὁ, ὡς τὸ ποδηγός, ὁδηγός, Λυκόφρ. 385.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχ-ηγέτης, ιππ-ηγέτης)].