ξειναπάτης: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(6_14) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξεινᾰπάτης''': ξείνη, ξεινηδόκος, ξείνηθεν, Ἰων. ἀντὶ ξεν-. | |lstext='''ξεινᾰπάτης''': ξείνη, ξεινηδόκος, ξείνηθεν, Ἰων. ἀντὶ ξεν-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξειναπάτης]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ξεναπάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ξείνη, ξείνηθεν, Ion. for ξεν-.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, ion. = ξεναπάτης, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ξεινᾰπάτης: ξείνη, ξεινηδόκος, ξείνηθεν, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
Greek Monolingual
ξειναπάτης, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. ξεναπάτης.