ξηράφιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
(6_21)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηράφιον''': τό, = [[ξήριον]], Ἀέτ. 6. 92, Παῦλ. Αἰγ. 7. 13. - (Τύπος ὑποκοριστικοῦ).
|lstext='''ξηράφιον''': τό, = [[ξήριον]], Ἀέτ. 6. 92, Παῦλ. Αἰγ. 7. 13. - (Τύπος ὑποκοριστικοῦ).
}}
{{grml
|mltxt=[[ξηράφιον]], τὸ (ΑΜ)<br />αποξηραντική [[σκόνη]] η οποία επιπασσόταν [[πάνω]] σε πληγές ή τραύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άφιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μνημ</i>-<i>άφιον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηράφιον Medium diacritics: ξηράφιον Low diacritics: ξηράφιον Capitals: ΞΗΡΑΦΙΟΝ
Transliteration A: xēráphion Transliteration B: xēraphion Transliteration C: ksirafion Beta Code: chra/fion

English (LSJ)

τό,

   A = ξηρίον, Leonid. ap. Aët.14.13, Orib.Fr.84, Paul.Aeg.3.3 (freq. written ξυρ- in codd.).

German (Pape)

[Seite 279] τό, dim. von ξηρός, = ξήριον, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ξηράφιον: τό, = ξήριον, Ἀέτ. 6. 92, Παῦλ. Αἰγ. 7. 13. - (Τύπος ὑποκοριστικοῦ).

Greek Monolingual

ξηράφιον, τὸ (ΑΜ)
αποξηραντική σκόνη η οποία επιπασσόταν πάνω σε πληγές ή τραύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κατάλ. -άφιον (πρβλ. μνημ-άφιον)].