οἰητός: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_11)
(28)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰητός''': -ή, -όν, ὑπάρχων μόνον ἐν τῷ νῷ, [[δυνατός]], κατ’ ἀντίθεσιν, πρὸς τὸ πραγματικόν, Γλωσσ.
|lstext='''οἰητός''': -ή, -όν, ὑπάρχων μόνον ἐν τῷ νῷ, [[δυνατός]], κατ’ ἀντίθεσιν, πρὸς τὸ πραγματικόν, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰητός]], -όν (Μ)<br />αυτός που μπορεί [[κανείς]] να διανοηθεί, να φανταστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰη</i>- του παθ. αορ. <i>οἰήθην</i> του [[οἴομαι]]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 298] was nur in der Meinung vorhanden ist, möglich, Ggstz des Wirklichen.

Greek (Liddell-Scott)

οἰητός: -ή, -όν, ὑπάρχων μόνον ἐν τῷ νῷ, δυνατός, κατ’ ἀντίθεσιν, πρὸς τὸ πραγματικόν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

οἰητός, -όν (Μ)
αυτός που μπορεί κανείς να διανοηθεί, να φανταστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι].