ὀθονιακός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀθονιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς [[ὀθόνιον]] ἀνήκων, Γλωσσ. | |lstext='''ὀθονιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς [[ὀθόνιον]] ἀνήκων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀθονιακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀθονιακός]]<br />ο [[έμπορος]] υφασμάτων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀθονιακόν</i><br />[[φόρος]] που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀθόνη]] / [[ὀθόνιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ιακός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A dealer in ὀθόνη, POxy.933.33 (ii A. D.), IGRom.4.246 (Alexandria Troas), PLips.39.3 (iv A. D.), Dig.50.4.18.12. II -κόν, τό, tax on cloth, πραγματευτὴς ὀθονιακοῦ Sammelb. 5941.3 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀθονιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀθόνιον ἀνήκων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀθονιακός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀθονιακός
ο έμπορος υφασμάτων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν
φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σελην-ιακός)].