ὀκτάπλεθρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκτάπλεθρος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61.
|lstext='''ὀκτάπλεθρος''': -ον, ὁ ἔχων [[μῆκος]] ἢ [[μέγεθος]] ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀκτάπλεθρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[μήκος]] η [[πλάτος]] ή [[μέγεθος]] ίσο με [[οκτώ]] πλέθρα («[ναὸς] [[ὀκτάπλεθρος]] τὴν περίοδον», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[πλέθρον]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτάπλεθρος Medium diacritics: ὀκτάπλεθρος Low diacritics: οκτάπλεθρος Capitals: ΟΚΤΑΠΛΕΘΡΟΣ
Transliteration A: oktáplethros Transliteration B: oktaplethros Transliteration C: oktaplethros Beta Code: o)kta/pleqros

English (LSJ)

ον,

   A eight plethra long or large, D.H.4.61.

German (Pape)

[Seite 317] acht Plethren groß; D. Hal. 4, 61; μῆκος, Plut. Pyrrh. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάπλεθρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςμέγεθος ὀκτὼ πλέθρων, Διον. Ἁλ. 4. 61.

Greek Monolingual

ὀκτάπλεθρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μήκος η πλάτος ή μέγεθος ίσο με οκτώ πλέθρα («[ναὸς] ὀκτάπλεθρος τὴν περίοδον», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + πλέθρον.