ὀκτάκερκις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκτάκερκις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, [[ὀκτάκνημος]], Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16, ἴδε [[ὀκτάκνημος]]. | |lstext='''ὀκτάκερκις''': -ιδος, ὁ, ἡ, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, [[ὀκτάκνημος]], Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16, ἴδε [[ὀκτάκνημος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀκτάκερκις]], ὁ, ἡ (Α)<br />(για τροχό) αυτός που έχει [[οκτώ]] ακτίνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> [[κερκίς]] «[[μακριά]] και λεπτή [[ράβδος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A with eight spokes, EM 621.16.
German (Pape)
[Seite 317] achtschwänzig, E. M. 621, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάκερκις: -ιδος, ὁ, ἡ, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, ὁ ἔχων ὀκτὼ κνήμας, ὀκτάκνημος, Ἐτυμ. Μέγ. 621, 16, ἴδε ὀκτάκνημος.
Greek Monolingual
ὀκτάκερκις, ὁ, ἡ (Α)
(για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κερκίς «μακριά και λεπτή ράβδος»].