ὀλιγόκαιρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_17)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλῐγόκαιρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.
|lstext='''ὀλῐγόκαιρος''': -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγόκαιρος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται [[αναβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[καιρός]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόκαιρος Medium diacritics: ὀλιγόκαιρος Low diacritics: ολιγόκαιρος Capitals: ΟΛΙΓΟΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: oligókairos Transliteration B: oligokairos Transliteration C: oligokairos Beta Code: o)ligo/kairos

English (LSJ)

ον,

   A brooking no delay, ἰητρική Hp.Loc. Hom.44.

German (Pape)

[Seite 320] kurze Gelegenheit, schnell vorübergehende Zeit zum Wirken habend, ἰητρική, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκαιρος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.

Greek Monolingual

ὀλιγόκαιρος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καιρός.