ὁλκαδικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(6_11)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλκᾰδικός''': -ή, -όν, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς ὁλκάδα, [[πλοῖον]] ὁλ. = [[ὁλκάς]], Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 6.
|lstext='''ὁλκᾰδικός''': -ή, -όν, ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς ὁλκάδα, [[πλοῖον]] ὁλ. = [[ὁλκάς]], Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁλκαδικός]], -ή, -όν (Α) [[ολκάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ολκάδα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πλοῑον ὁλκαδικόν» — η [[ολκάς]].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλκᾰδικός Medium diacritics: ὁλκαδικός Low diacritics: ολκαδικός Capitals: ΟΛΚΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: holkadikós Transliteration B: holkadikos Transliteration C: olkadikos Beta Code: o(lkadiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a ship of burden, πλοῖον ὁ., = ὁλκάς, Arist.IA 710a19.

German (Pape)

[Seite 323] von der Art eines Lastschiffes, dazu gehörig, Arist. de incessu anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκᾰδικός: -ή, -όν, ὁ ὅμοιος πρὸς ὁλκάδα, πλοῖον ὁλ. = ὁλκάς, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 6.

Greek Monolingual

ὁλκαδικός, -ή, -όν (Α) ολκάς
1. αυτός που μοιάζει με ολκάδα
2. φρ. «πλοῑον ὁλκαδικόν» — η ολκάς.