ὀμείχω: Difference between revisions
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(9) |
(28) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=o)mei/xw | |Beta Code=o)mei/xw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">make water</b>, μηδ' ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>727</span>, Pythag. ap. <span class="bibl">D.L.8.17</span> : aor. ὤμειξα, ὤμειξεν αἷμα <span class="bibl">Hippon.55A.</span> (Misspelt <b class="b3">ὀμιχεῖν</b> and <b class="b3">ὤμιξεν</b> or <b class="b3">ὤμηξεν</b> in codd. ; cf. Skt. <b class="b2">méhati</b>, Lat. <b class="b2">meiere</b>, etc.)</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">make water</b>, μηδ' ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>727</span>, Pythag. ap. <span class="bibl">D.L.8.17</span> : aor. ὤμειξα, ὤμειξεν αἷμα <span class="bibl">Hippon.55A.</span> (Misspelt <b class="b3">ὀμιχεῖν</b> and <b class="b3">ὤμιξεν</b> or <b class="b3">ὤμηξεν</b> in codd. ; cf. Skt. <b class="b2">méhati</b>, Lat. <b class="b2">meiere</b>, etc.)</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀμείχω]] και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)<br />[[ουρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀμείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meiĝh</i>- «[[ουρώ]]» με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὁ</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mehati</i> «[[ουρώ]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>zaiti</i>, αρχ. νορβ. <i>m</i><i>ī</i><i>ga</i> κ.ά. Η συνηρημένη [[μορφή]] του τ. <i>ὀμιχῶ</i> (και <i>μιχῶ</i>, [[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] από το συνώνυμο <i>οὐρῶ</i>, ενώ το -<i>ι</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (<b>πρβλ.</b> [[ιδίω]], [[ίδος]]). Το ρ. [[ὀμείχω]], [[τέλος]], συνδέεται με το ουσ. [[μοιχός]] ([[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην [[έννοια]] του διαφθορέα εραστή (<b>βλ.</b> και λ. [[μοιχός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
A make water, μηδ' ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν Hes.Op.727, Pythag. ap. D.L.8.17 : aor. ὤμειξα, ὤμειξεν αἷμα Hippon.55A. (Misspelt ὀμιχεῖν and ὤμιξεν or ὤμηξεν in codd. ; cf. Skt. méhati, Lat. meiere, etc.)
Greek Monolingual
ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ- και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή του τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια του διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].