ὀνειροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_17)
(29)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειροσκόπος''': -ον, ὁ [[ἑρμηνευτής]], ἐξηγητὴς ὀνείρων, [[ὀνειροκρίτης]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 188.
|lstext='''ὀνειροσκόπος''': -ον, ὁ [[ἑρμηνευτής]], ἐξηγητὴς ὀνείρων, [[ὀνειροκρίτης]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 188.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀνειροσκόπος]])<br />[[ερμηνευτής]] τών ονείρων, [[ονειροκρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>καιρο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 346] Träume betrachtend und prüfend, Traumdeuter, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροσκόπος: -ον, ὁ ἑρμηνευτής, ἐξηγητὴς ὀνείρων, ὀνειροκρίτης, Πολυδ. Ζ΄, 188.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνειροσκόπος)
ερμηνευτής τών ονείρων, ονειροκρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. καιρο-σκόπος].