ὀνηγός: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(6_15)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνηγός''': ὁ, ἴδε [[ὀναγός]].
|lstext='''ὀνηγός''': ὁ, ἴδε [[ὀναγός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀνηγός]] και δωρ. τ. [[ὀναγός]])<br />[[οδηγός]] όνου, [[ονηλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πλο</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνηγός Medium diacritics: ὀνηγός Low diacritics: ονηγός Capitals: ΟΝΗΓΟΣ
Transliteration A: onēgós Transliteration B: onēgos Transliteration C: onigos Beta Code: o)nhgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A v. ὀναγός.

German (Pape)

[Seite 346] ὁ, Eselführer. S. ὀναγός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνηγός: ὁ, ἴδε ὀναγός.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός)
οδηγός όνου, ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].