ὀνοσφαγία: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
(6_9)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνοσφᾰγία''': ἡ, [[θυσία]] ὄνων, Καλλ. Ἀποσπ. 188. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.
|lstext='''ὀνοσφᾰγία''': ἡ, [[θυσία]] ὄνων, Καλλ. Ἀποσπ. 188. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνοσφαγία]], ἡ (Α)<br />[[θυσία]] με σφαγιασμό όνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφαγία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σφαγος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]]), <b>πρβλ.</b> <i>τεκνο</i>-<i>σφαγία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοσφᾰγία Medium diacritics: ὀνοσφαγία Low diacritics: ονοσφαγία Capitals: ΟΝΟΣΦΑΓΙΑ
Transliteration A: onosphagía Transliteration B: onosphagia Transliteration C: onosfagia Beta Code: o)nosfagi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A sacrifice of asses, Call.Fr.188 (pl.).

German (Pape)

[Seite 350] ἡ, das Schlachten, Opfern von Eseln, Callim. frg. bei Schol. Pind. P. 1, 49, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοσφᾰγία: ἡ, θυσία ὄνων, Καλλ. Ἀποσπ. 188. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 501.

Greek Monolingual

ὀνοσφαγία, ἡ (Α)
θυσία με σφαγιασμό όνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -σφαγία (< -σφαγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο-σφαγία].