ὀπισθόκομος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
(6_17)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπισθόκομος''': -ον, ὁ [[ὄπισθεν]] κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν κόμην [[ὄπισθεν]], Νόνν. Δ. 13. 420.
|lstext='''ὀπισθόκομος''': -ον, ὁ [[ὄπισθεν]] κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν κόμην [[ὄπισθεν]], Νόνν. Δ. 13. 420.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀπισθόκομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οπισθόκομος]]<br /><b>ζωολ.</b> το μοναδικό [[γένος]] εξωτικών πτηνών της οικογένειας cuculidae της Νότιας Αμερικής<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μακριά]] μαλλιά ριγμένα [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οπισθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «μαλλιά»), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>opisthocome</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόκομος Medium diacritics: ὀπισθόκομος Low diacritics: οπισθόκομος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: opisthókomos Transliteration B: opisthokomos Transliteration C: opisthokomos Beta Code: o)pisqo/komos

English (LSJ)

ον,

   A wearing the hair long behind, Nonn.D.13.420.

German (Pape)

[Seite 358] am Hinterkopfe behaart, Nonn. D. 13, 410 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόκομος: -ον, ὁ ὄπισθεν κομῶν, ὁ ἔχων μακρὰν τὴν κόμην ὄπισθεν, Νόνν. Δ. 13. 420.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀπισθόκομος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οπισθόκομος
ζωολ. το μοναδικό γένος εξωτικών πτηνών της οικογένειας cuculidae της Νότιας Αμερικής
αρχ.
αυτός που έχει μακριά μαλλιά ριγμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. χρυσό-κομος. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. opisthocome].