ὀπήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6_8)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπήεις''': εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, [[δίφρος]] ὀπ., δηλ. [[κάθισμα]] [[μετὰ]] ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.
|lstext='''ὀπήεις''': εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, [[δίφρος]] ὀπ., δηλ. [[κάθισμα]] [[μετὰ]] ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀπήεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που έχει οπή, [[τρύπιος]] («[[δίφρος]] [[ὀπήεις]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀπή</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>όεις</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπήεις Medium diacritics: ὀπήεις Low diacritics: οπήεις Capitals: ΟΠΗΕΙΣ
Transliteration A: opḗeis Transliteration B: opēeis Transliteration C: opieis Beta Code: o)ph/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (ὀπή)

   A with a hole, δίφρος ὀ., i. e. an obstetric chair, Hp.Mul.2.114.

German (Pape)

[Seite 356] εσσα, εν, mit einer Oeffnung, einem Loche, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπήεις: εσσα, εν, (ὀπή) ὁ ἔχων ὀπή, δίφρος ὀπ., δηλ. κάθισμα μετὰ ὀπῆς πρὸς ἀποπάτησιν, Ἱππ. 640. 15.

Greek Monolingual

ὀπήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει οπή, τρύπιοςδίφρος ὀπήεις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπή + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις].