ὁραματισμός: Difference between revisions
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(b) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0367.png Seite 367]] ὁ, das Gesicht, die Erscheinung, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0367.png Seite 367]] ὁ, das Gesicht, die Erscheinung, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὁραματισμός]]) [[οραματίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να βλέπει [[κανείς]] οπτασίες<br /><b>2.</b> το να έχει [[κανείς]] οράματα, συλλήψεις, προσδοκίες, πόθους, ευγενείς επιδιώξεις για ένα καλύτερο [[αύριο]], σε προσωπικό ή σε γενικότερο επίπεδο<br /><b>3.</b> όραμα, [[οπτασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εμφάνιση]], [[παρουσίαση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A vision, νυκτός Id.Jb.4.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 367] ὁ, das Gesicht, die Erscheinung, Sp.
Greek Monolingual
ο (Α ὁραματισμός) οραματίζομαι
νεοελλ.
1. το να βλέπει κανείς οπτασίες
2. το να έχει κανείς οράματα, συλλήψεις, προσδοκίες, πόθους, ευγενείς επιδιώξεις για ένα καλύτερο αύριο, σε προσωπικό ή σε γενικότερο επίπεδο
3. όραμα, οπτασία
αρχ.
εμφάνιση, παρουσίαση.